Ας μπούμε στο πετσί ένας Κινέζου που ανακαλύπτει για πρώτη φορά την Παλαιά Διαθήκη και τη διαβάζει με την ίδια αμεροληψία με την οποία θα διάβαζε τον Άμλετ του Σαίξπηρ…Χωρίς προκαταλήψεις, προκαθορισμένες ιδέες και ανάγκη να ταιριάξει την διήγηση σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία ή ένα νοητικό σχήμα. «Tabula rasa» ας είναι το μυαλό μας καθώς ξεκινάμε την ανάγνωση της Γένεσης και του Κατακλυσμού. Έτσι προτείνει ο συγγραφέας και τι να κάνουμε αφού επιθυμούμε να ακολουθήσουμε τη λογοτεχνική διερεύνηση και πρωτότυπη αξιολόγηση του Miles;
Τι ανακαλύπτουμε λοιπόν; Περιέργως δυο διαφορετικές διηγήσεις στην κάθε περίπτωση. Διηγήσεις που δεν αλληλοσυμπληρώνονται αλλά είναι διαμετρικά αντίθετες, σαν αυτοτελείς συνέχειες. Όπως είναι ριζικά διαφορετικός ο Θεός που προβάλλεται μέσα από αυτές. Ένας Θεός, ενιαίος μεν, αυτό είναι αξίωμα, με δυο χαρακτήρες δε. Εξίσου δημιουργός και καταστροφέας.
Για παράδειγμα, στη πρώτη διήγηση της Γενέσεως, μας παρουσιάζεται ένας ήρωας ολύμπιος (“elohim”) απόμακρος, αδιάφορος αλλά γενναιόδωρος, χωρίς παρελθόν και με άγνωστο παρόν. Δημιουργεί τον κόσμο γιατί θέλει την ανθρωπότητα, και θέλει την ανθρωπότητα γιατί θέλει μια εικόνα, και όχι αγάπη, έρωτα, λατρεία, υπακοή … αλλά δεν γνωρίζουμε για ποιο πρωτότυπο μιλάμε. Το ανθρώπινο ζευγάρι που δημιουργεί ως άρρεν και θήλυ, «κατ’ εικόνα ημετέρα», τι αντιπροσωπεύει αφού το κείμενο μιλά πάντα για τον Θεό ως αρσενικό και μοναδικό; Παραπέρα, ο Εlohim προστάζει τον άνδρα και τη γυναίκα, να «αυξάνεστε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη γη και κατακυριεύσατε αυτής» και τίποτα άλλο. Και μες στην ασυγκράτητη και ακούραστη κυριαρχία του, την έβδομη μέρα, αποφασίζει να …ξεκουραστεί. Σημάδι ότι είναι ασθενέστερος απ’ ότι νομίζουμε; Εκφράζει επίσης, σε άλλο σημείο του κειμένου, μια σκέψη για το σύνολο της δημιουργίας του, που προβληματίζει: « και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν». Αμφιβάλλει δηλαδή για την αξία της δημιουργίας του;
Θα λέγαμε ότι ο ήρωάς μας δείχνει να εκφράζει ένα ενδιαφέρον «μείγμα δύναμης και αδυναμίας, αποφασιστικότητας και μεταμέλειας».
Στη δεύτερη καταγραφή της Γενέσεως, εμφανίζεται τώρα ένας άλλος Θεός (αλλάζει και όνομα και γίνεται ο “Κύριος και Θεός”, “Yahweh elohim”). Μες στη παραδοξότητα πλέει τώρα ο ήρωάς μας. Αλλοπρόσαλλος, λιγότερο γενναιόδωρος, κοντά στον άνθρωπο, νευρικός, δίνει εντολές, λέει ψέματα, τον πιάνει υστερία, εκδικείται τον άνθρωπο με μια φοβερή ένταση, παίρνει πίσω όσα του έδωσε, μετανιώνει όμως, προσπαθεί να επανορθώσει, γίνεται τρυφερός, και μες στην ερασιτεχνικότητά του δείχνει να έχει ανάγκη την παρέα του ανθρώπου.
Εξηγούμαι. Η ανθρωπότητα δεν είναι πια τοποθετημένη «επί της γης», αλλά περιορίζεται σε έναν κήπο «εν Εδέμ», με σκοπό να εργάζεται και να φυλάει αυτόν. Περιορίζει επίσης την ελεύθερη κυριαρχία του ανθρώπου που του είχε χαριστεί στην πρώτη διήγηση και απαγορεύει για πρώτη φορά, την βρώση «από το δέντρο του καλού και του κακού», διότι «θανάτω αποθάνεισθε». Να αναρωτηθούμε αν θεωρεί το δημιούργημά του (τον άνθρωπο) όχι τόσο καλό και έτσι του βάζει περιορισμούς; Σαν να μην γνώριζε τι έπραττε όταν δημιούργησε και μόνο μετά την πράξη, την έκφραση της επιθυμίας του δηλαδή, συνειδητοποίησε τι έκανε. Η συγκεκριμένη απειλή θανάτου θα αποδειχθεί ψέμα, αφού ο Αδάμ και η Εύα δεν θα πεθάνουν όταν παραβιάσουν την απαγόρευση.
Το ενδιαφέρον της πλοκής του έργου συνεχίζεται όταν ο Yahveh θέλει να βρει βοηθό για τον άνδρα (που έχει πλάσει τώρα από χώμα και του εμφύσησε ζωή). Οργανώνει λοιπόν μια περίεργη παρέλαση όπου περνούν μπροστά στον άνθρωπο όλα τα έμβια. Ο άνθρωπος όμως απορρίπτει τα πάντα, δηλαδή όλη την προσπάθεια του Θεού… Τότε ο Yahveh σκέφτεται κάτι περίεργο. Παίρνει ένα πλευρό του ανθρώπου και μ΄ αυτό φτιάχνει ένα άλλο «ζώο», τη γυναίκα. Αυτό γεμίζει χαρά τον άνδρα, και όχι ευγνωμοσύνη προς το Θεό. Καταλήγουμε αργότερα στην εμφάνιση του όφεως, να δελεάσει την γυναίκα, που με τη σειρά της θα δελεάσει τον άνδρα και οι δυο θα δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό. Αποτέλεσμα; Θα συνειδητοποιήσουν την γύμνια τους, θα ντραπούν αλλά δεν θα πεθάνουν. Η συνειδητοποιημένη (σεξουαλική εδώ) επιθυμία, η ομολογημένη ανάγκη, είναι αυτή που προκαλεί ντροπή. Κρύβονται λοιπόν μες στο κήπο, αφού καλύψουν τα επίμαχα σημεία με φύλλα συκής. Και ο Yahveh; Τους ψάχνει, «Αδάμ, πού εί;», δεν έχει πάρει είδηση τίποτα. Μόλις τους βλέπει, καταλαβαίνει ότι παραβίασαν την απαγόρευσή του. Τότε ξεσπά ένας τρομερός θυμός, όπου ρίχνει κατάρες/ τιμωρίες στον Αδάμ και στην Εύα και τελικά τους διώχνει απ’ τον κήπο της Εδέμ. Μετανιώνει αμέσως για το φέρσιμό του, και προσπαθεί να τους καλοπιάσει ράβοντας στον καθένα δερμάτινο χιτώνα. Τους τα φοράει ο ίδιος, πράξη άκρως τρυφερή, και τους ακολουθεί έξω από την Εδέμ... Τους έχει ανάγκη, θέλει την παρέα τους και μια σχέση μαζί τους.
Είναι τυχαίο γεγονός που υπάρχουν διαφορετικές αφηγήσεις και έχουν ραφτεί η μια δίπλα στην άλλη; Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι γι’ αυτό ή πρέπει να ψάξουμε για κάτι άλλο πιο σύνθετο; Γιατί αυτή η οφθαλμοφανής αντιφατικότητα των διηγήσεων και του χαρακτήρα του Θεού έχει γειωθεί τόσο, ώστε να την έχουμε ξεχάσει, αν την είχαμε μάθει ποτέ; Γιατί όμως είναι τόσο ουσιαστικό να αναγνωριστεί ακριβώς αυτή η παραδοξότητα και κατ’ επέκταση η πρωτοτυπία του Miles;
Η τοποθέτηση αυτών των αντιφατικών διηγήσεων δεν είναι τυχαίο ή ιστορικό και μόνο γεγονός αλλά αποσκοπεί να μας διδάξει κάτι ουσιαστικό. Όπως δεν είναι τυχαίος και ο λόγος της απίστευτης απλοποίησης που έχει επικρατήσει. Προέρχεται από μια παιδική ασθένεια που μας συνοδεύει σε όλη τη ζωή μας. Είναι η ανάγκη να εντάξουμε τα πάντα σε ένα σχήμα δυϊσμού: «αυτός είναι κακός, εγώ καλή», «δεν με καταλαβαίνει, ενώ εγώ…», «οι Παναθηναϊκοί…και οι άλλοι», «το κόμμα μου και οι άλλοι…», «οι τρομοκράτες και εμείς», «οι επιστήμονες και οι άλλοι…» κτλ. Αυτός είναι ένας τρόπος άμυνας που υιοθετεί πρώτα το βρέφος στην εξελικτική πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, και τον οποίο μας παίρνει μια ζωή να τον αποβάλλουμε. Εκφράζεται στον ενήλικα σε πιο εκλογικευμένη μορφή κατηγοριοποίησης, σε εξιδανίκευση καμιά φορά του άλλου προσώπου, σαν έκφραση μιας προσωπικής ανάγκης ενότητας μπετόν αρμέ μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Καταφεύγουμε όλοι ανεξαιρέτως σ’ αυτό το μονοπάτι σκέψης. Αντιθέτως, η αποδοχή του παράδοξου των χαρακτήρων μας, ενοποιημένο όμως, μπορεί να μας απεγκλωβίζει από το αδιέξοδο αίσθημα που γεννά η ξεκάθαρη κατηγοριοποίηση, η ενοχή ή η εξιδανίκευση ενός άλλου προσώπου. Μας ανοίγει το δρόμο στη δημιουργία και στην καλύτερη αποδοχή του εαυτού μας και του άλλου (που είναι τελικά σαν και εμάς). Είναι μάταιο να θέλουμε να καταπνίξουμε ας πούμε το θυμό…κάπου αλλού θα μας βγει είτε το παίρνουμε χαμπάρι είτε όχι…και πού θα πηγαίναμε χωρίς θυμό…πουθενά. Η επίγνωση και η αποδοχή του πραγματικού εαυτού μας είναι το ζητούμενο και όχι η προσήλωση σε ηθικοπλαστική συνταγή ή σε εξιδανικευμένο μοντέλο. Τι με σώζει να έχω έναν πατέρα μόνο καλό…αυτό που με σώζει είναι να έχω έναν πραγματικό πατέρα που ταυτόχρονα έχει κακία και καλοσύνη μέσα του όπως έχω εγώ γιατί αυτή είναι η φύση μας.
Σε συλλογικό επίπεδο, το ίδιο σχήμα ισχύει. Πώς αυτό; Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει το συγκεκριμένο κείμενο με πολυθεϊστικές διηγήσεις πίστης άλλων λαών της περιοχής της Μεσοποταμίας. Εκεί λοιπόν συναντάμε διάφορες θεότητες, του καλού ή του κακού, σε διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Αντίθετα, η μονοθεϊστική προσέγγιση εισάγει έναν Θεό που ενσωματώνει όλες τις αντιφατικές πλευρές του χωρίς να καταπνίγει καμιά από αυτές (τύπου «πρέπει να μη θυμώνω»). Τώρα, δεν αποβάλλονται απλώς οι πολυθεϊστές αλλά οι αντιφάσεις του χαρακτήρα επιτρέπονται, απαιτούνται να ενδοβληθούν σε μια προσωπικότητα. Και αυτό είναι κύριο σημείο για την δημιουργία πολιτισμού.
Τελικά δεν υπάρχει σημείο αναφοράς; Όχι όπως το είχαμε μάθει. Φαίνεται πως ο δρόμος είναι να πάρουμε πάνω μας το βάρος του αλλοπρόσαλλου κομματιού μας για να μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος του άλλου και να υπάρξουμε. Εγώ, ο άλλος, τα όρια μεταξύ μας φαίνονται και αυτά πιο ρευστά. Για να δούμε τη συνέχεια του βιβλίου…
Τι ανακαλύπτουμε λοιπόν; Περιέργως δυο διαφορετικές διηγήσεις στην κάθε περίπτωση. Διηγήσεις που δεν αλληλοσυμπληρώνονται αλλά είναι διαμετρικά αντίθετες, σαν αυτοτελείς συνέχειες. Όπως είναι ριζικά διαφορετικός ο Θεός που προβάλλεται μέσα από αυτές. Ένας Θεός, ενιαίος μεν, αυτό είναι αξίωμα, με δυο χαρακτήρες δε. Εξίσου δημιουργός και καταστροφέας.
Για παράδειγμα, στη πρώτη διήγηση της Γενέσεως, μας παρουσιάζεται ένας ήρωας ολύμπιος (“elohim”) απόμακρος, αδιάφορος αλλά γενναιόδωρος, χωρίς παρελθόν και με άγνωστο παρόν. Δημιουργεί τον κόσμο γιατί θέλει την ανθρωπότητα, και θέλει την ανθρωπότητα γιατί θέλει μια εικόνα, και όχι αγάπη, έρωτα, λατρεία, υπακοή … αλλά δεν γνωρίζουμε για ποιο πρωτότυπο μιλάμε. Το ανθρώπινο ζευγάρι που δημιουργεί ως άρρεν και θήλυ, «κατ’ εικόνα ημετέρα», τι αντιπροσωπεύει αφού το κείμενο μιλά πάντα για τον Θεό ως αρσενικό και μοναδικό; Παραπέρα, ο Εlohim προστάζει τον άνδρα και τη γυναίκα, να «αυξάνεστε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη γη και κατακυριεύσατε αυτής» και τίποτα άλλο. Και μες στην ασυγκράτητη και ακούραστη κυριαρχία του, την έβδομη μέρα, αποφασίζει να …ξεκουραστεί. Σημάδι ότι είναι ασθενέστερος απ’ ότι νομίζουμε; Εκφράζει επίσης, σε άλλο σημείο του κειμένου, μια σκέψη για το σύνολο της δημιουργίας του, που προβληματίζει: « και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν». Αμφιβάλλει δηλαδή για την αξία της δημιουργίας του;
Θα λέγαμε ότι ο ήρωάς μας δείχνει να εκφράζει ένα ενδιαφέρον «μείγμα δύναμης και αδυναμίας, αποφασιστικότητας και μεταμέλειας».
Στη δεύτερη καταγραφή της Γενέσεως, εμφανίζεται τώρα ένας άλλος Θεός (αλλάζει και όνομα και γίνεται ο “Κύριος και Θεός”, “Yahweh elohim”). Μες στη παραδοξότητα πλέει τώρα ο ήρωάς μας. Αλλοπρόσαλλος, λιγότερο γενναιόδωρος, κοντά στον άνθρωπο, νευρικός, δίνει εντολές, λέει ψέματα, τον πιάνει υστερία, εκδικείται τον άνθρωπο με μια φοβερή ένταση, παίρνει πίσω όσα του έδωσε, μετανιώνει όμως, προσπαθεί να επανορθώσει, γίνεται τρυφερός, και μες στην ερασιτεχνικότητά του δείχνει να έχει ανάγκη την παρέα του ανθρώπου.
Εξηγούμαι. Η ανθρωπότητα δεν είναι πια τοποθετημένη «επί της γης», αλλά περιορίζεται σε έναν κήπο «εν Εδέμ», με σκοπό να εργάζεται και να φυλάει αυτόν. Περιορίζει επίσης την ελεύθερη κυριαρχία του ανθρώπου που του είχε χαριστεί στην πρώτη διήγηση και απαγορεύει για πρώτη φορά, την βρώση «από το δέντρο του καλού και του κακού», διότι «θανάτω αποθάνεισθε». Να αναρωτηθούμε αν θεωρεί το δημιούργημά του (τον άνθρωπο) όχι τόσο καλό και έτσι του βάζει περιορισμούς; Σαν να μην γνώριζε τι έπραττε όταν δημιούργησε και μόνο μετά την πράξη, την έκφραση της επιθυμίας του δηλαδή, συνειδητοποίησε τι έκανε. Η συγκεκριμένη απειλή θανάτου θα αποδειχθεί ψέμα, αφού ο Αδάμ και η Εύα δεν θα πεθάνουν όταν παραβιάσουν την απαγόρευση.
Το ενδιαφέρον της πλοκής του έργου συνεχίζεται όταν ο Yahveh θέλει να βρει βοηθό για τον άνδρα (που έχει πλάσει τώρα από χώμα και του εμφύσησε ζωή). Οργανώνει λοιπόν μια περίεργη παρέλαση όπου περνούν μπροστά στον άνθρωπο όλα τα έμβια. Ο άνθρωπος όμως απορρίπτει τα πάντα, δηλαδή όλη την προσπάθεια του Θεού… Τότε ο Yahveh σκέφτεται κάτι περίεργο. Παίρνει ένα πλευρό του ανθρώπου και μ΄ αυτό φτιάχνει ένα άλλο «ζώο», τη γυναίκα. Αυτό γεμίζει χαρά τον άνδρα, και όχι ευγνωμοσύνη προς το Θεό. Καταλήγουμε αργότερα στην εμφάνιση του όφεως, να δελεάσει την γυναίκα, που με τη σειρά της θα δελεάσει τον άνδρα και οι δυο θα δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό. Αποτέλεσμα; Θα συνειδητοποιήσουν την γύμνια τους, θα ντραπούν αλλά δεν θα πεθάνουν. Η συνειδητοποιημένη (σεξουαλική εδώ) επιθυμία, η ομολογημένη ανάγκη, είναι αυτή που προκαλεί ντροπή. Κρύβονται λοιπόν μες στο κήπο, αφού καλύψουν τα επίμαχα σημεία με φύλλα συκής. Και ο Yahveh; Τους ψάχνει, «Αδάμ, πού εί;», δεν έχει πάρει είδηση τίποτα. Μόλις τους βλέπει, καταλαβαίνει ότι παραβίασαν την απαγόρευσή του. Τότε ξεσπά ένας τρομερός θυμός, όπου ρίχνει κατάρες/ τιμωρίες στον Αδάμ και στην Εύα και τελικά τους διώχνει απ’ τον κήπο της Εδέμ. Μετανιώνει αμέσως για το φέρσιμό του, και προσπαθεί να τους καλοπιάσει ράβοντας στον καθένα δερμάτινο χιτώνα. Τους τα φοράει ο ίδιος, πράξη άκρως τρυφερή, και τους ακολουθεί έξω από την Εδέμ... Τους έχει ανάγκη, θέλει την παρέα τους και μια σχέση μαζί τους.
Είναι τυχαίο γεγονός που υπάρχουν διαφορετικές αφηγήσεις και έχουν ραφτεί η μια δίπλα στην άλλη; Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι γι’ αυτό ή πρέπει να ψάξουμε για κάτι άλλο πιο σύνθετο; Γιατί αυτή η οφθαλμοφανής αντιφατικότητα των διηγήσεων και του χαρακτήρα του Θεού έχει γειωθεί τόσο, ώστε να την έχουμε ξεχάσει, αν την είχαμε μάθει ποτέ; Γιατί όμως είναι τόσο ουσιαστικό να αναγνωριστεί ακριβώς αυτή η παραδοξότητα και κατ’ επέκταση η πρωτοτυπία του Miles;
Η τοποθέτηση αυτών των αντιφατικών διηγήσεων δεν είναι τυχαίο ή ιστορικό και μόνο γεγονός αλλά αποσκοπεί να μας διδάξει κάτι ουσιαστικό. Όπως δεν είναι τυχαίος και ο λόγος της απίστευτης απλοποίησης που έχει επικρατήσει. Προέρχεται από μια παιδική ασθένεια που μας συνοδεύει σε όλη τη ζωή μας. Είναι η ανάγκη να εντάξουμε τα πάντα σε ένα σχήμα δυϊσμού: «αυτός είναι κακός, εγώ καλή», «δεν με καταλαβαίνει, ενώ εγώ…», «οι Παναθηναϊκοί…και οι άλλοι», «το κόμμα μου και οι άλλοι…», «οι τρομοκράτες και εμείς», «οι επιστήμονες και οι άλλοι…» κτλ. Αυτός είναι ένας τρόπος άμυνας που υιοθετεί πρώτα το βρέφος στην εξελικτική πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, και τον οποίο μας παίρνει μια ζωή να τον αποβάλλουμε. Εκφράζεται στον ενήλικα σε πιο εκλογικευμένη μορφή κατηγοριοποίησης, σε εξιδανίκευση καμιά φορά του άλλου προσώπου, σαν έκφραση μιας προσωπικής ανάγκης ενότητας μπετόν αρμέ μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Καταφεύγουμε όλοι ανεξαιρέτως σ’ αυτό το μονοπάτι σκέψης. Αντιθέτως, η αποδοχή του παράδοξου των χαρακτήρων μας, ενοποιημένο όμως, μπορεί να μας απεγκλωβίζει από το αδιέξοδο αίσθημα που γεννά η ξεκάθαρη κατηγοριοποίηση, η ενοχή ή η εξιδανίκευση ενός άλλου προσώπου. Μας ανοίγει το δρόμο στη δημιουργία και στην καλύτερη αποδοχή του εαυτού μας και του άλλου (που είναι τελικά σαν και εμάς). Είναι μάταιο να θέλουμε να καταπνίξουμε ας πούμε το θυμό…κάπου αλλού θα μας βγει είτε το παίρνουμε χαμπάρι είτε όχι…και πού θα πηγαίναμε χωρίς θυμό…πουθενά. Η επίγνωση και η αποδοχή του πραγματικού εαυτού μας είναι το ζητούμενο και όχι η προσήλωση σε ηθικοπλαστική συνταγή ή σε εξιδανικευμένο μοντέλο. Τι με σώζει να έχω έναν πατέρα μόνο καλό…αυτό που με σώζει είναι να έχω έναν πραγματικό πατέρα που ταυτόχρονα έχει κακία και καλοσύνη μέσα του όπως έχω εγώ γιατί αυτή είναι η φύση μας.
Σε συλλογικό επίπεδο, το ίδιο σχήμα ισχύει. Πώς αυτό; Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει το συγκεκριμένο κείμενο με πολυθεϊστικές διηγήσεις πίστης άλλων λαών της περιοχής της Μεσοποταμίας. Εκεί λοιπόν συναντάμε διάφορες θεότητες, του καλού ή του κακού, σε διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Αντίθετα, η μονοθεϊστική προσέγγιση εισάγει έναν Θεό που ενσωματώνει όλες τις αντιφατικές πλευρές του χωρίς να καταπνίγει καμιά από αυτές (τύπου «πρέπει να μη θυμώνω»). Τώρα, δεν αποβάλλονται απλώς οι πολυθεϊστές αλλά οι αντιφάσεις του χαρακτήρα επιτρέπονται, απαιτούνται να ενδοβληθούν σε μια προσωπικότητα. Και αυτό είναι κύριο σημείο για την δημιουργία πολιτισμού.
Τελικά δεν υπάρχει σημείο αναφοράς; Όχι όπως το είχαμε μάθει. Φαίνεται πως ο δρόμος είναι να πάρουμε πάνω μας το βάρος του αλλοπρόσαλλου κομματιού μας για να μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος του άλλου και να υπάρξουμε. Εγώ, ο άλλος, τα όρια μεταξύ μας φαίνονται και αυτά πιο ρευστά. Για να δούμε τη συνέχεια του βιβλίου…
1) “Θεός, η βιογραφία” του Jack Miles, βραβείο Pullitzer, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά, 1996
2) Πίνακας, Bourdet, "Dualite", 2005