28/10/08

Θεός, η βιογραφία (2)

Ας μπούμε στο πετσί ένας Κινέζου που ανακαλύπτει για πρώτη φορά την Παλαιά Διαθήκη και τη διαβάζει με την ίδια αμεροληψία με την οποία θα διάβαζε τον Άμλετ του Σαίξπηρ…Χωρίς προκαταλήψεις, προκαθορισμένες ιδέες και ανάγκη να ταιριάξει την διήγηση σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία ή ένα νοητικό σχήμα. «Tabula rasa» ας είναι το μυαλό μας καθώς ξεκινάμε την ανάγνωση της Γένεσης και του Κατακλυσμού. Έτσι προτείνει ο συγγραφέας και τι να κάνουμε αφού επιθυμούμε να ακολουθήσουμε τη λογοτεχνική διερεύνηση και πρωτότυπη αξιολόγηση του Miles;

Τι ανακαλύπτουμε λοιπόν; Περιέργως δυο διαφορετικές διηγήσεις στην κάθε περίπτωση. Διηγήσεις που δεν αλληλοσυμπληρώνονται αλλά είναι διαμετρικά αντίθετες, σαν αυτοτελείς συνέχειες. Όπως είναι ριζικά διαφορετικός ο Θεός που προβάλλεται μέσα από αυτές. Ένας Θεός, ενιαίος μεν, αυτό είναι αξίωμα, με δυο χαρακτήρες δε. Εξίσου δημιουργός και καταστροφέας.

Για παράδειγμα, στη πρώτη διήγηση της Γενέσεως, μας παρουσιάζεται ένας ήρωας ολύμπιος (“elohim”) απόμακρος, αδιάφορος αλλά γενναιόδωρος, χωρίς παρελθόν και με άγνωστο παρόν. Δημιουργεί τον κόσμο γιατί θέλει την ανθρωπότητα, και θέλει την ανθρωπότητα γιατί θέλει μια εικόνα, και όχι αγάπη, έρωτα, λατρεία, υπακοή … αλλά δεν γνωρίζουμε για ποιο πρωτότυπο μιλάμε. Το ανθρώπινο ζευγάρι που δημιουργεί ως άρρεν και θήλυ, «κατ’ εικόνα ημετέρα», τι αντιπροσωπεύει αφού το κείμενο μιλά πάντα για τον Θεό ως αρσενικό και μοναδικό; Παραπέρα, ο Εlohim προστάζει τον άνδρα και τη γυναίκα, να «αυξάνεστε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη γη και κατακυριεύσατε αυτής» και τίποτα άλλο. Και μες στην ασυγκράτητη και ακούραστη κυριαρχία του, την έβδομη μέρα, αποφασίζει να …ξεκουραστεί. Σημάδι ότι είναι ασθενέστερος απ’ ότι νομίζουμε; Εκφράζει επίσης, σε άλλο σημείο του κειμένου, μια σκέψη για το σύνολο της δημιουργίας του, που προβληματίζει: « και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν». Αμφιβάλλει δηλαδή για την αξία της δημιουργίας του;

Θα λέγαμε ότι ο ήρωάς μας δείχνει να εκφράζει ένα ενδιαφέρον «μείγμα δύναμης και αδυναμίας, αποφασιστικότητας και μεταμέλειας».

Στη δεύτερη καταγραφή της Γενέσεως, εμφανίζεται τώρα ένας άλλος Θεός (αλλάζει και όνομα και γίνεται ο “Κύριος και Θεός”, “Yahweh elohim”). Μες στη παραδοξότητα πλέει τώρα ο ήρωάς μας. Αλλοπρόσαλλος, λιγότερο γενναιόδωρος, κοντά στον άνθρωπο, νευρικός, δίνει εντολές, λέει ψέματα, τον πιάνει υστερία, εκδικείται τον άνθρωπο με μια φοβερή ένταση, παίρνει πίσω όσα του έδωσε, μετανιώνει όμως, προσπαθεί να επανορθώσει, γίνεται τρυφερός, και μες στην ερασιτεχνικότητά του δείχνει να έχει ανάγκη την παρέα του ανθρώπου.

Εξηγούμαι. Η ανθρωπότητα δεν είναι πια τοποθετημένη «επί της γης», αλλά περιορίζεται σε έναν κήπο «εν Εδέμ», με σκοπό να εργάζεται και να φυλάει αυτόν. Περιορίζει επίσης την ελεύθερη κυριαρχία του ανθρώπου που του είχε χαριστεί στην πρώτη διήγηση και απαγορεύει για πρώτη φορά, την βρώση «από το δέντρο του καλού και του κακού», διότι «θανάτω αποθάνεισθε». Να αναρωτηθούμε αν θεωρεί το δημιούργημά του (τον άνθρωπο) όχι τόσο καλό και έτσι του βάζει περιορισμούς; Σαν να μην γνώριζε τι έπραττε όταν δημιούργησε και μόνο μετά την πράξη, την έκφραση της επιθυμίας του δηλαδή, συνειδητοποίησε τι έκανε. Η συγκεκριμένη απειλή θανάτου θα αποδειχθεί ψέμα, αφού ο Αδάμ και η Εύα δεν θα πεθάνουν όταν παραβιάσουν την απαγόρευση.

Το ενδιαφέρον της πλοκής του έργου συνεχίζεται όταν ο Yahveh θέλει να βρει βοηθό για τον άνδρα (που έχει πλάσει τώρα από χώμα και του εμφύσησε ζωή). Οργανώνει λοιπόν μια περίεργη παρέλαση όπου περνούν μπροστά στον άνθρωπο όλα τα έμβια. Ο άνθρωπος όμως απορρίπτει τα πάντα, δηλαδή όλη την προσπάθεια του Θεού… Τότε ο Yahveh σκέφτεται κάτι περίεργο. Παίρνει ένα πλευρό του ανθρώπου και μ΄ αυτό φτιάχνει ένα άλλο «ζώο», τη γυναίκα. Αυτό γεμίζει χαρά τον άνδρα, και όχι ευγνωμοσύνη προς το Θεό. Καταλήγουμε αργότερα στην εμφάνιση του όφεως, να δελεάσει την γυναίκα, που με τη σειρά της θα δελεάσει τον άνδρα και οι δυο θα δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό. Αποτέλεσμα; Θα συνειδητοποιήσουν την γύμνια τους, θα ντραπούν αλλά δεν θα πεθάνουν. Η συνειδητοποιημένη (σεξουαλική εδώ) επιθυμία, η ομολογημένη ανάγκη, είναι αυτή που προκαλεί ντροπή. Κρύβονται λοιπόν μες στο κήπο, αφού καλύψουν τα επίμαχα σημεία με φύλλα συκής. Και ο Yahveh; Τους ψάχνει, «Αδάμ, πού εί;», δεν έχει πάρει είδηση τίποτα. Μόλις τους βλέπει, καταλαβαίνει ότι παραβίασαν την απαγόρευσή του. Τότε ξεσπά ένας τρομερός θυμός, όπου ρίχνει κατάρες/ τιμωρίες στον Αδάμ και στην Εύα και τελικά τους διώχνει απ’ τον κήπο της Εδέμ. Μετανιώνει αμέσως για το φέρσιμό του, και προσπαθεί να τους καλοπιάσει ράβοντας στον καθένα δερμάτινο χιτώνα. Τους τα φοράει ο ίδιος, πράξη άκρως τρυφερή, και τους ακολουθεί έξω από την Εδέμ... Τους έχει ανάγκη, θέλει την παρέα τους και μια σχέση μαζί τους.

Είναι τυχαίο γεγονός που υπάρχουν διαφορετικές αφηγήσεις και έχουν ραφτεί η μια δίπλα στην άλλη; Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι γι’ αυτό ή πρέπει να ψάξουμε για κάτι άλλο πιο σύνθετο; Γιατί αυτή η οφθαλμοφανής αντιφατικότητα των διηγήσεων και του χαρακτήρα του Θεού έχει γειωθεί τόσο, ώστε να την έχουμε ξεχάσει, αν την είχαμε μάθει ποτέ; Γιατί όμως είναι τόσο ουσιαστικό να αναγνωριστεί ακριβώς αυτή η παραδοξότητα και κατ’ επέκταση η πρωτοτυπία του Miles;

Η τοποθέτηση αυτών των αντιφατικών διηγήσεων δεν είναι τυχαίο ή ιστορικό και μόνο γεγονός αλλά αποσκοπεί να μας διδάξει κάτι ουσιαστικό. Όπως δεν είναι τυχαίος και ο λόγος της απίστευτης απλοποίησης που έχει επικρατήσει. Προέρχεται από μια παιδική ασθένεια που μας συνοδεύει σε όλη τη ζωή μας. Είναι η ανάγκη να εντάξουμε τα πάντα σε ένα σχήμα δυϊσμού: «αυτός είναι κακός, εγώ καλή», «δεν με καταλαβαίνει, ενώ εγώ…», «οι Παναθηναϊκοί…και οι άλλοι», «το κόμμα μου και οι άλλοι…», «οι τρομοκράτες και εμείς», «οι επιστήμονες και οι άλλοι…» κτλ. Αυτός είναι ένας τρόπος άμυνας που υιοθετεί πρώτα το βρέφος στην εξελικτική πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, και τον οποίο μας παίρνει μια ζωή να τον αποβάλλουμε. Εκφράζεται στον ενήλικα σε πιο εκλογικευμένη μορφή κατηγοριοποίησης, σε εξιδανίκευση καμιά φορά του άλλου προσώπου, σαν έκφραση μιας προσωπικής ανάγκης ενότητας μπετόν αρμέ μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Καταφεύγουμε όλοι ανεξαιρέτως σ’ αυτό το μονοπάτι σκέψης. Αντιθέτως, η αποδοχή του παράδοξου των χαρακτήρων μας, ενοποιημένο όμως, μπορεί να μας απεγκλωβίζει από το αδιέξοδο αίσθημα που γεννά η ξεκάθαρη κατηγοριοποίηση, η ενοχή ή η εξιδανίκευση ενός άλλου προσώπου. Μας ανοίγει το δρόμο στη δημιουργία και στην καλύτερη αποδοχή του εαυτού μας και του άλλου (που είναι τελικά σαν και εμάς). Είναι μάταιο να θέλουμε να καταπνίξουμε ας πούμε το θυμό…κάπου αλλού θα μας βγει είτε το παίρνουμε χαμπάρι είτε όχι…και πού θα πηγαίναμε χωρίς θυμό…πουθενά. Η επίγνωση και η αποδοχή του πραγματικού εαυτού μας είναι το ζητούμενο και όχι η προσήλωση σε ηθικοπλαστική συνταγή ή σε εξιδανικευμένο μοντέλο. Τι με σώζει να έχω έναν πατέρα μόνο καλό…αυτό που με σώζει είναι να έχω έναν πραγματικό πατέρα που ταυτόχρονα έχει κακία και καλοσύνη μέσα του όπως έχω εγώ γιατί αυτή είναι η φύση μας.

Σε συλλογικό επίπεδο, το ίδιο σχήμα ισχύει. Πώς αυτό; Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει το συγκεκριμένο κείμενο με πολυθεϊστικές διηγήσεις πίστης άλλων λαών της περιοχής της Μεσοποταμίας. Εκεί λοιπόν συναντάμε διάφορες θεότητες, του καλού ή του κακού, σε διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Αντίθετα, η μονοθεϊστική προσέγγιση εισάγει έναν Θεό που ενσωματώνει όλες τις αντιφατικές πλευρές του χωρίς να καταπνίγει καμιά από αυτές (τύπου «πρέπει να μη θυμώνω»). Τώρα, δεν αποβάλλονται απλώς οι πολυθεϊστές αλλά οι αντιφάσεις του χαρακτήρα επιτρέπονται, απαιτούνται να ενδοβληθούν σε μια προσωπικότητα. Και αυτό είναι κύριο σημείο για την δημιουργία πολιτισμού.

Τελικά δεν υπάρχει σημείο αναφοράς; Όχι όπως το είχαμε μάθει. Φαίνεται πως ο δρόμος είναι να πάρουμε πάνω μας το βάρος του αλλοπρόσαλλου κομματιού μας για να μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος του άλλου και να υπάρξουμε. Εγώ, ο άλλος, τα όρια μεταξύ μας φαίνονται και αυτά πιο ρευστά. Για να δούμε τη συνέχεια του βιβλίου…

1) “Θεός, η βιογραφία” του Jack Miles, βραβείο Pullitzer, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά, 1996
2) Πίνακας, Bourdet, "Dualite", 2005

18/10/08

Θεός, η βιογραφία (1)

V.O.M. Petrillo
Το έχει μάλλον η φθινοπωρινή ατμόσφαιρα και εμπνέομαι μόνο να μιλάω για τα βιβλία που διαβάζω…Αλλά μου ήρθε μια καλή ιδέα που ελπίζω να σας αρέσει…Έχει ως εξής: όπως προχωράω στην ανάγνωσή μου, να ανεβάζω σχετικό ποστάκι μια στις τόσες. Έτσι, θα σας κρατώ το ενδιαφέρον για ένα αξιόλογο διάστημα, θα διαβάζετε μέσω εμού… και ίσως ανακαλύψουμε καινούργια μονοπάτια επικοινωνίας…Μμμμ, μεγάλη δέσμευση αναλαμβάνω…όσο τραβήξει.

Γι’ αυτό το σκοπό, επιλέγω, με δημοκρατικό τρόπο πάντα, ένα βιβλίο που έχει τα εξής χαρακτηριστικά: όγκο για να κρατήσει καιρό, βάθος για να έχει ύλη προς συζήτηση και πλοκή για να μη σκυλοβαρεθείτε και μουτρώσετε κάθε φορά που θα πέφτει σχετική ανάρτηση…σας θέλω πιστούς, όχι εχθρούς.

Θα μπορούσα να είχα διαλέξει κανένα έργο του Soljenitsyne, αφού όπως έλεγα στη φίλη μου την κολλητή από τα 18 και καθώς τακτοποιήσαμε επιτέλους τη χαοτική βιβλιοθήκη μου… ας θεωρήσουμε τους εαυτούς μας σε λογοτεχνικό πένθος και ας τον βάλουμε (τον Soljenitsyne) πρώτη θέση στη βιβλιοθήκη, να τον τιμήσουμε. Ακόμα μπορούσα να είχα διαλέξει μια σειρά από St-Exupéry (St-Ex), παλαιά αγάπη, γιατί βαρέθηκα οι περισσότεροι σ’ αυτή τη χώρα να νομίζουν ότι η επιτομή του έργου του συνοψίζεται στον «Μικρό Πρίγκιπα». Τέλος, το πολύ-πολύ να επέλεγα και τον τελευταίο Νομπελίστα λογοτεχνίας le Clezio, μόνο και μόνο επειδή είναι Γάλλος.. και ξέρετε τι σημαίνει για μένα η γαλλική κουλτούρα.

Όχι όμως, δεν μου κάνει κέφι τίποτα απ’ αυτά, θέλω κάτι πιο δύσκολο, πιο πρωτότυπο, πιο αποκαλυπτικό, στη κόψη του ξυραφιού, και κάτι που δεν θα το περιμένατε από μένα με τίποτα… And the winner is… “Θεός, η βιογραφία” του Jack Miles, βραβείο Pullitzer, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά, 1996. Σας ήρθε απότομα;

Τελείωσα μόλις την ανάγνωση της εισαγωγής και θα σας μεταφέρω την κεντρική ιδέα του βιβλίου, επιλέγοντας ό,τι θεωρώ σημαντικό, για να μου πείτε, εσείς οι πέντε εκλεκτοί που με διαβάζετε…, αν το βιβλίο σας κεντρίζει το ενδιαφέρον ή όχι και αν θέλετε να συνεχίσω την παρουσίασή του.

Να ξεκαθαρίσουμε όμως κάποια πράγματα εξ’ αρχής. Η αφετηρία του βιβλίου δεν είναι αν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα του». Αυτό είναι ζήτημα πίστης και εκτός θέματος στην προκειμένη περίπτωση. Όπως εκτός θέματος είναι αν ο Θεός πέθανε (κατά την μαρξιστική άποψη) ή υπάρχει… Αυτό που είναι εντός προβληματισμού εδώ, είναι το γεγονός ότι, για αιώνες ολόκληρους, οι άνθρωποι πάσχιζαν να ολοκληρωθούν σύμφωνα με την εικόνα που είχαν για τον θεό τους. Imitatio Dei, ένα ιστορικό γεγονός. Σαν αποτέλεσμα διαμορφώθηκε ένα ιδεώδες ανθρώπινης προσωπικότητας που παραμένει σταθερό, ανεξάρτητα απ’ το αν για πολλούς σήμερα έχει χαθεί η πίστη ακόμα και αν δεν το ομολογούμε συνειδητά. Σ’ αυτό το πρότυπο αναφερόμαστε όταν συναντάμε λόγου χάρη Ιάπωνες και λέμε «αυτοί είναι διαφορετικοί», και ας τρώμε σούσι και ας φοράνε εκείνοι κουστούμι. Ο ιουδαιοχριστιανικός πολιτισμός είναι ακόμα εδώ και σ΄ αυτόν χρωστάμε την δική μας κληρονομημένη αντίληψη του τι οφείλει να είναι ο άνθρωπος.

Στο βιβλίο που θίγω εδώ, ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει την Παλαιά Διαθήκη σαν να ήταν ένα απλό λογοτεχνικό έργο. Τι περίεργο. Ιστορική, επιστημονική, θεολογική προσέγγιση ναι, αλλά λογοτεχνική; Το δικαιολογεί με το επιχείρημα ότι για τους πολλούς, που δεν ακολουθούν το δρόμο του ασκητισμού, μυστικισμού ή της θεολογίας, η προσέγγιση του θείου πραγματοποιείται έτσι, μέσα από το άκουσμα (πολλές φορές αποσπασματικά) και την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Όπως ανοίγουμε και διαβάζουμε ένα οποιοδήποτε βιβλίο. Στο συγκεκριμένο, θα συναντήσουμε μια ιστορία με μια πλοκή, μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος και σημαντικότερο απ΄ όλα έναν ήρωα. Όχι το λαό του Ισραήλ, όπως θα λέγαμε όσοι δεν έχουν κάνει αυτή την προσπάθεια ανάγνωσης (μέσα και ‘γω), αλλά τον ίδιο το Θεό. Η λογοτεχνική ματιά θα μας αποκαλύψει μια προσωπικότητα, αμάλγαμα από αρκετές άλλες που κάνει τον ήρωα προβληματικό, σε «εσωτερική σύγκρουση», αλλά συνάμα και επιβλητικό ή ακόμα και κυριαρχικό...

O συγγραφέας εξηγεί. "Αν ένας λογοτεχνικός ήρωας επιδρά σε κάποιο βαθμό στους πραγματικούς ανθρώπους που το διαβάζουν, αυτό οφείλεται στο ότι ο αναγνώστης τον δέχεται μέσα του, τον εσωτερικεύει κατά κάποιο τρόπο, αυτοαναγνωρίζεται σ΄ αυτόν. Έτσι δίνει ζωή στον ήρωα "εκτός σκηνής" και κατ’ επέκταση τον ζωντανεύει και "εντός σκηνής"…Τι να πούμε λοιπόν για την επιτυχία της λογοτεχνίας της ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας που ξεπερνά τη φαντασία και τα πιο τρελά όνειρα οποιουδήποτε συγγραφέα… "

Τότε για ποια αυτοαναγνώριση μιλάμε ή με άλλα λόγια σε τι μπορεί να μας ενδιαφέρει ο συγκρουσιακός χαρακτήρας του ήρωα της Παλαιάς Διαθήκης; Είναι ότι έχουμε αφομοιώσει, ασυνείδητα, ακριβώς αυτή τη ένταση ανάμεσα στην ενότητα και την πολλαπλότητά του. Όντως, αν το σκεφτούμε καλά, ποιους θεωρούμε ως πραγματικούς ανθρώπους, αυτούς των οποίων η ταυτότητα αποτελείται από ένα σύνολο από αρκετές ασύμβατες επιμέρους ταυτότητες; Ή προτιμούμε τους απλούς και ξεκάθαρους ανθρώπους; Μάλλον τους πρώτους. Μπορεί να θαυμάζουμε την εσωτερική γαλήνη αυτών της δεύτερης ομάδας, ατόμων ενοποιημένων στο έπακρο, με το δικό τους χαρακτήρα αλλά θεωρούμε ότι δεν διαθέτουν προσωπικότητα και ίσως να μας προκαλούν πλήξη. Αντίθετα, η δυσαρμονία και η εσωτερική σύγκρουση αναζητούνται, σχεδόν απαιτούνται, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως άτομο με προσωπικότητα και να πούμε ότι τον γνωρίζουμε. Λέτε λοιπόν, καθώς θα προχωράμε στην ανάγνωση του βιβλίου να μας πιάσει ένα ρίγος απ’ την αυτοαναγνώριση που θα συναντήσουμε;

Το βιβλίο θα μιλάει λοιπόν για μας. Σας ενδιαφέρει να το συνεχίσω;

12/10/08

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ


Η μεταφυσική καταπιάνεται μετωπικά με τα Μεγάλα Ερωτήματα: Τι σημαίνει υπάρχω; Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας; Έχουμε ελεύθερη βούληση; Πόσοι άγγελοι μπορούν να χορέψουν στο κεφάλι μιας βελόνας; Πόσοι χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κάτι, με απασχολεί τώρα τελευταία, Τάσο.
ΤΑΣΟΣ: Τι πράγμα;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ποιο είναι το νόημα των πάντων;
ΤΑΣΟΣ: Ποιων πάντων;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ξέρεις, της ζωής, του θανάτου, της αγάπης – ολόκληρου του πακέτου.
ΤΑΣΟΣ: Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι κάτι από όλα αυτά έχει κάποιο νόημα;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Γιατί πρέπει να έχει. Διαφορετικά η ζωή θα ήταν απλά…
ΤΑΣΟΣ: Τι;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Χρειάζομαι ένα ούζο.


Ο ΠΛΑΤΩΝ και ο ΠΛΑΤΥΠΟΥΣ μπαίνουν σε ένα μπαρ…

(Κατανόηση της Φιλοσοφίας μέσα από Ανέκδοτα), Thomas Cathcart & Daniel Klein, Πλατύπους Εκδοτική 2008.

5/10/08

Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου


Σε μία μέρα μέσα, ξεκίνησα, καταβρόχθισα και τελείωσα την “Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου“ της Carson McCullers. Όχι και μεγάλο κατόρθωμα, αφού το βιβλίο είναι μόνο 157 σελίδες και τι δηλαδή, θα καυχιέμαι σαν μικρό παιδί για το πόσες σελίδες διάβασα σε πόση ώρα… Όχι, είμαι απλώς χαρούμενη που βούτηξα στην ανάγνωσή του, ακολούθησα το παλμό της αφήγησης… και βγήκα από τη βουτιά αυτή λίγο αλλαγμένη. Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα συγκεντρωμένα σε λίγες γραμμές δουλεμένα με ακρίβεια και ποιητική φλέβα συνάμα. Παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου και σε αφήνουν κατάπληκτο, σχεδόν αποβλακωμένο από το κρεσέντο που ακολουθούν με τόση μαεστρία. Έτσι, μόλις που μπαίνεις στην ιστορία, γίνεται η μοιραία συνάντηση που ανατρέπει όλες τις ισορροπίες και μεταμορφώνει τα πάντα. Εκεί που αρχίζεις να γνωρίζεις τους ήρωες και να χαλαρώνεις, έρχεται η δεύτερη μοιραία πράξη με την επιστροφή του συζύγου των δέκα ημερών, επιστροφή που θα γκρεμίσει ανεπαρνόθωτα ότι νόμιζες ότι είχε χτιστεί μέχρι τότε.

Αν ήθελα να είμαι επίπεδη, θα έλεγα ότι η McCullers μας αφηγείται την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου με ήρωες τρεις εκκεντρικούς χαρακτήρες σ’ ένα τοπίο μιζέριας και τέλματος μιας μικρής αμερικάνικης κωμόπολης του Νότου. Κύρια φιγούρα, η Δεσποινίς Αμέλια, με τα αλλήθωρα μάτια, την απίστευτη κράση αλλά ευάλωτη εσωτερικά, που από αγάπη θα αφήσει στη κυριολεξία τον εαυτό της να κατρακυλήσει στη μοναξιά και στην απομόνωση: έχουμε λοιπόν μια περιγραφή της ζωής, του μεγαλείου και της πτώσης μιας γυναίκας. Απ’ την άλλη, ο Εξάλδελφος Λάιμον, ένας καμπούρης νάνος, που εμφανίζεται στη ζωή της Δεσποινίδος Αμέλιας από το πουθενά. Η χαρισματική προσωπικότητά του δρα στη ζωή της θαυματουργά, αφού τον ερωτεύεται απόλυτα και αμετάκλητα η εξαδέλφη του και για χάρη του μετατρέπει το μαγαζί της σε πολύβουο καφενείο, μεταμορφώνοντας συγχρόνως τον μέχρι τότε σκληρό εαυτό της. Τρίτο πρόσωπο στην ιστορία, ο πρώην σύζυγος των δέκα ημερών. Αρχικά παράφορα ερωτευμένος με την γυναίκα του την δεσποινίς Αμέλια, η οποία τον απορρίπτει εξ’ αρχής με τον χειρότερο τρόπο και κατόπιν τον διώχνει από κοντά της σαν το σκυλί. Αφού θα περάσει ένα διάστημα στη φυλακή, ο σύζυγος θα επιστρέψει στη πόλη, με δίψα για εκδίκηση. Η αναμέτρηση μεταξύ του ζευγαριού θα πραγματοποιηθεί, σαν μοιραία και αναγκαία πράξη. Η τελική προδοσία του αδύναμου και συγκλονιστικού καμπούρη, ερωτευμένος με τον σύζυγο, έτοιμος να κάνει τα πάντα για μια ματιά του και παρόλο την χείριστη μεταχείριση που του προσφέρει εκείνος, θα σημάνει το οριστικό τέλος της Δεσποινίδος Αμέλιας. Στο πίσω μέρος του σκηνικού, οι κάτοικοι της κωμόπολης που παρακολουθούν κάθε στιγμή τα τεκταινόμενα, τα ζουν ή τα φαντάζονται, μεταμορφώνονται στην διάρκεια ενός ποτού σε κάτι ωραίο και πιο αισιόδοξο, και βυθίζονται πίσω, με το οριστικό κλείσιμο του καφενείου, στη θλιβερή και γκρίζα ζωή τους… Το τέλος της ιστορίας είναι αβάσταχτα απαίσιο και απελπισμένο, μια πραγματική λυπητερή μπαλάντα.

Τι υπάρχει πίσω από τους χαρακτήρες και την ιστορία αυτή; Γιατί μερικές φράσεις ή εικόνες σου μένουν και θέλεις σχεδόν να τις μάθεις απ’ έξω για να τις αναμασάς με την ησυχία σου;

Είναι η συμπονετική και γεμάτη συμπάθεια ματιά της συγγραφέως προς τους κακομοίρηδες και ταλαιπωρημένους του κόσμου; Όχι, αν και η περιγραφή της σε αγγίζει. Είναι το ακριβές ψυχογράφημα της ασυμμετρίας μεταξύ εκείνου που αγαπάει και εκείνου που αγαπιέται, των αταίριαστων ερώτων όπου οι εμπλεκόμενοι «μοιάζουν να ‘ρχονται από διαφορετικούς πλανήτες». Η MacCallers περιγράφει αμίμητα τον έρωτα που επιλέγει λάθος κατεύθυνση, σαν ένα βλέμμα - προβολέα που πέφτει τυχαία και φωτίζει το λάθος αντικείμενο. Λέει: “Συχνά ο αγαπημένος, δεν είναι παρά ένα κέντρισμα στην αγάπη που βρίσκεται τόσο καιρό θαμμένη μέσα στον εραστή. Τούτο, λίγο πολύ, κάθε εραστής το ξέρει. Νοιώθει βαθιά μέσα του πως η αγάπη του είναι κάτι μοναχικό. Μαθαίνει να ζει σε μια καινούργια, παράξενη μοναξιά και είναι η γνώση αυτή που τον κάνει να πονά. […] όσο και αν η αγάπη αυτή φαντάζει εξωτερικά θλιβερή και γελοία, ωστόσο στο βάθος δεν πρέπει να ξεχνάς (εσύ ο αναγνώστης) πως η πραγματική ιστορία ήταν εκείνη που παίχτηκε μέσα στη ψυχή του ίδιου του εραστή. Όμως ποιος άλλος παρά ο Θεός μπορεί να ’ναι ο τελικός κριτής αυτής ή κάποιας άλλης αγάπης

Όλοι οι ήρωες του βιβλίου ζουν την ίδια επιτακτική ανάγκη αγάπης, καμουφλαρισμένη και παραχωμένη βαθιά μέσα τους, την ίδια ασυνείδητη εμμονή να την βρουν για να συμφιλιωθούν επιτέλους με τον εαυτό τους. Αφήνονται στην τύχη μιας συνάντησης, αρκούνται σε ανθρώπινες ψυχικές επαφές την διάρκεια ενός ποτού, σε πλατωνικούς έρωτες, για να επανέρθει ξανά η μοναξιά αλύπητα, σαν ένα προνόμιο ή ένα λιγότερο κακό. Γιατί το ξέρουμε, υπάρχει πάντα η μοναξιά γι’ αυτούς που μπορούν να την τιμήσουν.

1/10/08

Le Vent Nous Portera – Noir Désir



Je n'ai pas peur de la route
Faudrait voir, faut qu'on y goûte
Des méandres au creux des reins
Et tout ira bien

Le vent l'emportera

Ton message à la grande ourse
Et la trajectoire de la course
A l'instantané de velours
Même s'il ne sert à rien

Le vent l'emportera
Tout disparaîtra
Le vent nous portera

La caresse et la mitraille
Cette plaie qui nous tiraille
Le palais des autres jours
D'hier et demain

Le vent les portera

Génétique en bandoulière
Des chromosomes dans l'atmosphère
Des taxis pour les galaxies
Et mon tapis volant lui

Le vent l'emportera
Tout disparaîtra
Le vent nous portera

Ce parfum de nos années mortes
Ceux qui peuvent frapper à ta porte
Infinité de destin
On en pose un, qu'est-ce qu'on en retient?

Le vent l'emportera

Pendant que la marée monte
Et que chacun refait ses comptes
J'emmène au creux de mon ombre
Des poussières de toi

Le vent les portera
Tout disparaîtra
Le vent nous portera