19/5/08

WHEN THE WHITE MAN CAME...

Έργο του Joseba Elorza Mira Ruido

Σας έχω ένα θέμα…Πάρτε όμως πρώτα ένα Panadol extra πριν ξεκινήσετε το διάβασμα…

Όταν ο σύζυγος της ζήτησε την γνώμη της σχετικά με το εάν έπρεπε να ασχολούνται μόνο με την ερευνά τους για το ράδιο ή θα έπρεπε να αποκτήσουν τη νοοτροπία του ιδιοκτήτη-εφευρέτη και να κυνηγήσουν παγκοσμίως τα πνευματικά δικαιώματα για την παραγωγή του στοιχείου αυτού, η απάντηση της Marie Curie ήταν κατηγορηματική. Φυσικά μόνο η πρώτη περίπτωση ίσχυε, η δεύτερη θα πήγαινε ενάντια στο επιστημονικό πνεύμα. Η γνώμη της όμως άλλαξε μετά από μερικά χρόνια. Κατέληξε να υποστηρίζει ότι τα ανιδιοτελή έργα που είχαν αποτελέσει τη βάση για βιομηχανικές εφαρμογές έπρεπε να κατοχυρώνονται. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν τα φτωχά εργαστήρια…

Μέσα από αυτήν την ιστορία, διαφαίνονται οι διακυβεύσεις και οι περιορισμοί ενός πολυσύνθετου, πολυδιάστατου και δύσκολου θέματος, της ευρεσιτεχνίας. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το πρώτο πατεντάρισμα τροποποιημένου μικροοργανισμού στις ΗΠΑ (υπόθεση Chakrabarty), με την ραγδαία ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής, των τεχνικών μοριακής βιολογίας κτλ τι μας έχει δείξει η πράξη; Τι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την τοποθέτηση μας γύρω από το πατενταρίσμα διαδικασιών ή στοιχείων που σχετίζονται με το έμβιο; Με άλλα λόγια, ποια θέματα παραμένουν ανοιχτά, έχουν οξυνθεί ή έχουν προκύψει;

Καταρχάς, έχουμε το θέμα της καινοτομίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόστος έρευνας, ανάπτυξης και παραγωγής μια καινοτομίας έχει εκτιναχτεί στα ύψη τα τελευταία 50 χρόνια παράλληλα με την ανάπτυξη των τεχνολογιών. Υπολογίζεται ότι τέτοιο κόστος για μια ιατροφαρμακευτική εφαρμογή ανερχόταν το 1950 στα 1 εκατ. δολάρια, ενώ σήμερα εκτιμάται στα 800 εκατ. δολάρια. Η πατέντα προσφέρει λοιπόν στο εφευρέτη ένα νομικό πλαίσιο που προστατεύει τέτοιου μεγέθους επενδύσεις. Κατοχυρώνει απέναντι στους ανταγωνιστές και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τα πνευματικά δικαιώματα του εφευρέτη όταν η εφεύρεση κοινοποιείται. Υποχρεώνει τρίτους που θέλουν να την χρησιμοποιήσουν να πληρώνουν δικαιώματα. Αυτή η εισροή χρημάτων από δικαιώματα όπως και η δυνατότητα προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος, μπορούν να λειτουργήσουν σαν οικονομική κάλυψη για περαιτέρω έρευνα και καινοτομία… Μπορεί το επιχείρημα αυτό να χρησιμοποιείται από τους υπέρμαχους του «πατεντάρω αβέρτα», αλλά τελικά η πράξη μας δείχνει ότι όσο αυξάνονται οι επενδύσεις, τόσο αυξάνονται οι καινοτομίες αλλά και το κόστος ανάπτυξής τους, μπαίνοντας έτσι σ’ έναν φαύλο κύκλο.

Η πράξη μας δείχνει επίσης ότι μπορεί να υπάρξει ρήξη συμφερόντων μεταξύ αυτών που κατέχουν τα πνευματικά δικαιώματα καινοτομίας και τη δημόσια υγεία. Δυο σχετικά παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά του πόσο οξύ μπορεί να γίνει το πρόβλημα.

Θα αναφερθώ πρώτα στην κλασική υπόθεση της Myriad genetics, μιας αμερικανικής εταιρείας που έβαλε το 1997 μια πατέντα στα γονίδια BRAC1 και BRAC2 τα οποία σχετίζονται με την ύπαρξη μεγαλυτέρων πιθανοτήτων εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Εφαρμόζοντας μια πολύ επιθετική πολιτική που απαγόρευε την ανάπτυξη οποιονδήποτε άλλων διαγνωστικών τεχνικών βασισμένα σ’ αυτά τα γονίδια, δημιούργησε ένα καθεστώς μονοπωλίου. Το υπέρογκο κόστος του τεστ καθώς και η αργοπορία έκδοσης των αποτελεσμάτων (τα δείγματα έπρεπε να στέλνονται στις ΗΠΑ) προκάλεσαν μεγάλη διαμάχη στην Ευρώπη που τελικά κατέληξε στο να ακυρωθεί η συγκεκριμένη πατέντα για την Ευρώπη.

Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την πρόσβαση των αναπτυσσόμενων χώρων στις καινοτομίες στο χώρο της υγείας. Τι σημασία έχουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε φάρμακα όπως αυτά για το AIDS ή την ελονοσία, αν το κόστος τους είναι τέτοιο που de facto απαγορεύει την πρόσβαση τους σε άπορους λαούς με τρομερή ανάγκη γι’ αυτά; To 2001 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (που δεν φημίζεται για τέτοιου είδους προβληματισμούς) αναγνώρισε την νόμιμη δυνατότητα των κρατών να παρακάμπτουν το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας για λόγους δημόσιας υγείας. Δικαίωσε έτσι ηθικά χώρες όπως η Νότιος Αφρική, η Βραζιλία, η Ινδία οι οποίες είχαν βρεθεί σε νομική αντιπαράθεση με μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες (π.χ. η δίκη της Pretoria με 19 φαρμακοβιομηχανίες εναντίον της Νοτίου Αφρικής) και διευκόλυνε έτσι την παραγωγή φαρμάκων φασόν. Βέβαια, ο φαύλος κύκλος που αναφέραμε παραπάνω είναι εδώ, πράγμα που σημαίνει ότι η περισσότερη επένδυση μπορεί να φέρνει περισσότερη καινοτομία, αλλά η παράλληλη αύξηση του κόστους αυξάνει και το χάσμα μεταξύ των χωρών που μπορούν να πληρώσουν αυτό το κόστος και αυτών που δεν μπορούν…

Μια άλλη πρόσφατη παράπλευρη εφαρμογή του πατενταρίσματος είναι η λεγόμενη βιοπειρατεία, η οποία αφορά το πατεντάρισμα και την εμπορευματοποίηση της βιοποικιλότητας του πλανήτη, π.χ. της δραστικής ουσίας ενός φυτού, συνήθως προερχόμενα από χώρες του νοτίου ημισφαίριου, ενώ η γνώση μπορεί να υπάρχει εδώ και αιώνες στους αυτόχθονες ντόπιους πληθυσμούς. Ένα παράδειγμα, είναι αυτό του φυτού quinoa, από τις Άνδεις, το οποίο έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες. Με το πατεντάρισμά της από αμερικάνικη εταιρεία, απαγορεύθηκε στους Βολιβιανούς χωρικούς να το εξάγουν προς τις ΗΠΑ, χωρίς να πληρώσουν πάγιο. Η πατέντα αυτή καταργήθηκε κάτω από διεθνείς πιέσεις. Ο προβληματισμός όμως παραμένει. Σε ποιόν όμως ανήκουν τα κέρδη που αποφέρουν τέτοιες καινοτομίες; Στις εταιρείες με την τεχνογνωσία και την έρευνα, στις χώρες από όπου προέρχεται το βιολογικό υλικό ή στους αυτόχθονες πληθυσμούς που έχουν την αρχική γνώση; Ή μήπως σε όλους μαζί;

Το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο (Ευρωπαική οδηγία #98-44) που καλύπτει το πεδίο και τις επιτρεπόμενες εφαρμογές των καινοτομιών που συζητάμε βρίσκεται ένα βήμα πιο πίσω από τις εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο που το 2005, μόνο 7 από τις 25 χώρες μέλη είχαν ενσωματώσει στην εθνική τους νομοθεσία την συγκεκριμμένη οδηγία. Καθορίζει ότι το ανθρώπινο σώμα και τα μέρη του, κατά την ανάπτυξη και συγκρότηση του, δεν μπορούν, για ηθικούς λόγους, να γίνουν αντικείμενο ευρεσιτεχνίας και έτσι να χαρακτηριστούν στο ίδιο επίπεδο μ’ ένα εμπορικό προϊόν. Μικροοργανισμοί, φυτά και ζώα δεν μπορούν να πατεντάρονται ως έχει παρά μόνο ως γενετικά τροποποιημένο με χρησιμότητα προς τον άνθρωπο. Τα γονίδια μπορούν να πατενταριστούν μόνο απ’ την στιγμή που κλωνοποιούνται και έχουν δυνατότητα βιομηχανικής εφαρμογής δηλαδή χρησιμότητα (π.χ. ανάλυση ανίχνευσης γενετικών ασθενειών) ή αποτελούν μέρος μιας πατέντας που αφορά το πρωτεϊνικό τους προϊόν με θεραπευτικούς σκοπούς (π.χ. της ιντερφερόνης). Όμως, το χάσμα μεταξύ της νομοθεσίας και της πραγματικότητας σε συνεχή εξέλιξη είναι υπαρκτό. Μου θυμίζει την ιστορία του ντόπιγκ και το αντιντόπιγκ, όπου το τελευταίο χαρακτηρίζεται συχνά σαν άλλοθι για το πρώτο…

Σταματάω εδώ, αρκετά. Μήπως και σας γλιτώσω από το Mesulid…

Σαν επίλογο αυτού του μπερδεμένου και πολυδιάστατου θέματος, και επειδή μου αρέσει πάντα να εστιάζω τα πράγματα σε ατομικό επίπεδο, θα δανειστώ μερικές γραμμές από τον Μatthieu Ricard, στο βιβλίο του, ‘L’infini dans la paume de la main“: «Η γνώση παρέχει δύναμη και η δύναμη απαιτεί αίσθημα των ευθυνών, το αίσθημα του να είμαστε υπόλογοι των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων των πράξεων μας»…

4 σχόλια:

  1. ευτυχώς έχουμε γλιτώσει το πατεντάρισμα στα όνειρα...κάτι είναι και αυτό.
    Καλές οι πατέντες και η αναγνώριση της πνευματικής ιδιοκτησίας δε λέω, αλλά ας παραμερίσουμε τις ματαιότητες για το καλό του κόσμου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ξέρεις πολύ καλά ότι τα παραθυράκια στο χώρο της βιοτεχνολογίας και των generics είναι άπειρα.

    Ένα απλό παράδειγμα.Όπως λες και εσύ το σώμα κ τα μέρη του δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο ευρεσιτεχνίας, όπως και οι άλλοι οργανισμοί αγρίου τύπου.
    Μα ακριβώς εκεί είναι και το θέμα.Από τη στιγμή που θα απομονώσεις το κομμάτι που σε ενδιαφέρει από τον οργανισμό αγρίου τύπου και τον μεταφέρεις σε έναν φορέα κλωνοποίησης ή σε ένα τεχνητό κύτταρο με συνθετικό γονιδίωμα (κατά Βέντερ) τότε μπορείς να πατεντάρεις ότι θέλεις.Άρα?Μετατίθεται ο "στόχος" που προστατεύεται από τη νομοθεσία σε άλλους οργανισμούς και βαπτίζονται πατέντες και βιοτεχνολογικά προϊόντα.Κι η αδυναμία αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι η νομοθεσία δεν μπορεί να προλάβει και να ελέγξει τον πιο ραγδαία αναπτυσσόμενο κλάδο.
    Και πλέον που το λεγόμενο global sequencing από μερικά εκατομμύρια δολλάρια, που κόστιζε πριν από 10 χρόνια, πλέον με Pyrosequencing π.χ κοστίζει 5.000 δολλάρια,η επιτάχυνση προώθησης πατεντών θα είναι τέτοια,που είναι ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για δίκαιη νομοθεσία που θα προστατεύει τους μη έχοντες και τους μη γνωρίζοντες.
    Οπότε ναι στις πατέντες αλλά σε αυστηρό και καθορισμένο πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει την κερδοσκοπία και τις μονοπωλιακές τακτικές.

    Στον χώρο των generics τα πράγματα είναι πιο καλά γιατί η πατεντοποίηση ενός δραστικού φαρμακευτικού προϊόντος δίνει το δικαίωμα αποκλειστικής διάθεσής του από την εταιρεία μόνο για 10 περίπου χρόνια(και περιλαμβάνει αυτή η περίοδος και τις χρονοβόρες κλινικές δοκιμές).Μόλις λήξει η ισχύς της αποκλειστικής διάθεσης αναλαμβάνουν οι εταιρείες με τα generics με την ίδια ουσία αλλά άλλη ονομασία και χαμηλότερη τιμή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @Πετρούλα.
    Μου αρέσει που ο άνθρωπος έχει ένα αδάμαστο και ελεύθερο κομμάτι που γελάει στα μούτρα των τεχνοκρατών…
    Όπως λες προτεραιότητα έχει το κοινό καλό και μετά τα συμφέροντα και τα πνευματικά δικαιώματα. Σχετικά μ’ αυτό, ήμουν εκπλήττει να διαβάσω ότι γαλλικός νόμος του 19ου επέτρεπε στο κράτος να «ακυρώσει» μια πατέντα εάν αυτή ερχόταν σε σύγκρουση με το συμφέρον του κόσμου σε θέματα υγείας. Το ότι μπόρεσαν να ανατραπούν άδικες και φαινομενικά χαμένες καταστάσεις μας δείχνει ότι παρόλα τα παραθυράκια που βρίσκει η βιοτεχνολογία για να προσπεράσει το νόμο και παρόλη την αδυναμία της νομοθεσίας να ακολουθήσει και να ελέγξει τις εξελίξεις, μπορεί να υπάρξει φωνή αντίστασης. Εξάλλου, μη ξεχνάμε ότι οι πατέντες έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @Συνάδελφος.

    Επιστημονικά και νομικά παραθυράκια βρίσκονται πάντα.

    Η πατεντοποίηση ξεκίνησε από διαδικασίες σχετικά με την απομόνωση πρωτεϊνών (π.χ. ινσουλίνης, EPO, αιμοφιλικούς παράγοντες), για να πάει στις ανασυνδιασμένες, στα κύτταρα και τέλος στα γονίδια, με διεκδικήσεις όλο και μεγαλύτερες και όχι πάντα ξεκάθαρα ειπωμένες. Έδωσες έμφαση στη σημασία της κλονωποίησης, ή αλλιώς της απομόνωσης ενός γονιδίου από το ανθρώπινο σώμα, ως τρόπος για να πατεντάρεις ότι θέλεις. Νομίζω όμως ότι ο ευρωπαίος νομοθέτης δίνει περισσότερο βάρος στην παράμετρο «χρησιμότητα της εφαρμογής». Εξάλλου, τα τέσσερα κριτήρια για να αξιολογηθεί κάτι ως αξιόλογο να πατενταριστεί είναι η καινοτομία, η πρωτοτυπία, η πλήρης περιγραφή και η βιομηχανική εφαρμογή. Στη Αμερική πάλι, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά, δε ξέρω, αφού το γονίδιο θεωρείται φυσικό προϊόν. Πάντως, σήμερα, το 18% των ανθρωπίνων γονιδίων έχουν πατέντα εκ των οποίων το 68% ανήκει στις ΗΠΑ και μόνο το 6% στην Ευρώπη... Στο χώρο των generics βρίσκω αναφορά για 20 ετή διάρκεια ισχύς δικαιώματος αποκλειστικής διάθεσης, αν κάνω λάθος και η ισχύς είναι για 10ετία ακόμα καλύτερα αν και αυτό ακούγεται λίγο σαν παρηγοριά στον άρρωστο.
    Συνυπογράφω το τελικό σου συμπέρασμα. Η υλοποίηση του, σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται όμως να είναι μια πολύ πονεμένη ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή